Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’ ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, μέ φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου˙
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
When suddenly, at midnight hour,
a passing troupe is heard, unseen,
with music of such beauty, with voices,
your fortune running out now, your works
that failed, your life’s plans
which all have gone astray, do not needlessly bemoan.
Like someone long prepared, someone brave,
take leave of Alexandria departing.
Do not deceive yourself, and do not say
it was a dream, an illusion of your hearing;
don’t stoop to vain hopes such as these.
Like someone long prepared, someone brave,
like someone worthy of such a city,
go with a steady step to the window
and listen with emotion, but not
with a coward’s pleadings and complaints,
listen as a last pleasure to these sounds,
the fine instruments of the unseen troupe,
and bid farewell to Alexandria you’re losing.
Είπες ¨Θα πάγω σ΄άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μιά πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιά καταδίκη είναι γραφτή˙
κ’ είν η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δώ
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα”.
Καινούριους τόπους δεν θα βρείς, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς˙
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις, Γιά τα αλλού – μη ελπίζεις –
δεν έχει πλοίο γιά σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που την ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
You said “ I’ll go to some other land, will cross another sea.
Another city will be found better than this.
Each of my efforts here a condemnation foretold
and, as if something dead, my heart lies buried.
How long can my mind dwell in this decay?
Wherever I will turn my eye, all that I see,
are only blackened ruins of my life here
that for so many years I’ve spent and wasted and destroyed ”.
You will not find another land, won’t find other seas.
The city will follow you. You’ll walk the same streets,
the same neighbourhoods will see you growing old
and in these same houses you’ll turn grey.
You’ll always arrive to this city. For somewhere else,
nurture no hope. There is no ship for you, there is no road.
The way you’ve ruined your life here, in this small
corner, you have ruined it everywhere.
Σαν βγείς στον πηγαιμό γιά την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρείς,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους˙
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχτιμπάρια κ’ εβένους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιό άφθονα ηδονικά μυρωδικά˙
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει˙
και γέρος πιά ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πιά.
Κι αν πτωχική την βρείς, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
When you set out on the way to Ithaki
wish for a long, eventful journey,
full of adventure, full of understanding.
Of Laistrygonians and Cyclops,
the raging Poseidon, never be afraid.
You’ll never find such things on your way
if all your thoughts remain noble, and if your spirit
and body are touched by worthy emotion.
The Laistrygonians and Cyclops,
the fierce Poseidon, will never be encountered
if they’re not carried in your soul, and if your soul
does not erect them on your path, before you.
Wish for a long, eventful journey.
Many the summer mornings when you enter
- in high spirits, joyful expectation -
harbours first seen; in Phoenician emporiums
you’ll stop to acquire good merchandise,
mother-of-pearl and coral, ebony and amber,
and every kind you find of heady perfumes,
as many as you can get sensuous perfumes.
In Egypt, you must visit many cities
to learn all you can gather from their scholars.
Always keep Ithaki in your mind.
Arriving there is your destination.
But do not make haste, prolong your journey.
Better it lasts for many a long year
so that, when old, you’ll anchor at the island
rich with all you’ve gained on the way,
expecting no more riches from Ithaki.
Ithaki gave you the joyful journey.
Without her you would not be on the way.
There’s nothing else that she can give you now.
And if you find Ithaki poor, still she has not deceived you.
With such amassed experience and wisdom,
you’ll know by now the meaning of Ithakis.
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των˙
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Because we smashed their statues,
because we drove them from their temples,
gods clearly did not die for this.
Oh land of Ionia, it’s you they still hold dear,
it’s you their souls remember.
When August dawn breaks over you
a spirit of their lives imbues your atmosphere;
and sometimes an ethereal youthful figure,
vague, quick stepped,
passes over your hills.
Την μιά μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι –
η όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μάς αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει˙
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πιά σαν αύριο να μη μοιάζει.
One day of monotony is followed by another
monotonous, identical one. The same things
will happen, keep happening -
similar moments come to us and leave.
Month passes bringing forth another month.
It’s easy to foresee what is to come:
yesterday’s tiresome happenings again,
so that tomorrow ends not seeming like tomorrow.
Ειν η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων˙
ειν η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε˙ κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας˙ κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.-
Ειν η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνιστούμε.
Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ’ η απόφασίς μας χάνονται˙
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει˙
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.
Our efforts always seem to breed disaster;
our efforts are like those of the Trojans.
We achieve a little; we gain
some confidence; begin
to be courageous, hopeful.
But something always comes along to stop us.
Out of the trench Achilles leaps out
and with thundering shouts terrifies us.
Our efforts are like those of the Trojans.
We think that with courage, resolution,
we can change fortune’s persecution
and we come out to stand and join the battle.
But when the great crisis approaches
our courage, resolution disappear;
our soul gets agitated, paralysed;
around the city walls we take to flight
seeking to save ourselves by fleeing.
But our fall is certain. On the ramparts
the lamentation has already started. They are grieving,
the memories and feelings of our days. For us
Priamus and Hekabe are shedding bitter tears.
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Από κάτω,
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης –
τα ρόδινα μιάς τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
The room was cheap and desolate
hidden above the seedy tavern.
From the window could be seen the alley,
filthy and narrow. From below
came the voices of some workmen
playing cards, merrily laughing.
And there on that common, humble bed,
I had the body of love, I had the lips
sensuous and rosy from desire’s intoxication-
rosy from such intoxication that even
now that I write, after so many years
in my reclusive house, I’m drunk with desire again.
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, viii, 7
because gods are aware of future, men of happening, and wise men of approaching eventsMen know of things that happen right now.
Filostratos, Life of Apollonios of Tyana, viii, 7
Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου – έτσι είπαν –
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κι έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε
.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.
When the Macedonians deserted him
declaring their alliance to Pyrrhus,
Demetrios the King ( a noble soul)
in no way – so they said –
behaved like a king. He went,
took off his golden robes
and threw away his purple shoes. In simple clothes
quickly he got dressed, and thus escaped:
behaving like an actor who, the show over,
changes his outfi t and walks away.
Ειμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.
Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή να με πλησιάζει κάν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.
Αν όμως σεις άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο, εις τέχνη η πιό σοφή.
I am Lagides, King. Full in possession
(with my wealth and power) of delight.
Whether Macedonian or barbarian, none is
equal to me, or even coming close. He is laughable,
that Seleukides, with his base pleasures.
Although if you ask for more, here, quite plain: this city,
a seat of learning, crown of Greece
unequalled in knowledge, supreme in every art.
Ειν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.
Εφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
There is an old man. Tired, stooped,
crippled by years, damaged by abuse,
walking slowly passes down the alley.
But when he goes into his house, to hide
his plight and old age, he considers
the share he still can claim amidst the youth.
Young men today recite his verse,
their lively eyes alight by his visions.
Their healthy, hedonistic mind,
their shapely body firm, robust,
are moved by his expression of beauty.
Εχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου
σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος
βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο Φίλιππος
τουλάχιστον διατείνεται. Απόψι κύβους παίζει˙
έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι
βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία
ο Αντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία
έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.
Μπορεί να τα μεγάλωσαν˙ όλα δεν θάναι αλήθεια.
Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μιά φυλή.
Ομώς ένα “είθε” ειν’ αρκετό. Ισως κιόλας πολύ.
Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.
Οσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,
ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδους λύπη
είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία, -
Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι, τους αυλούς, τη φωταψία.
His impetus, his courage, are now gone.
Of his tired body, almost sick,
he’ll now have the care. His future life
will be carefree. These Philip
at least asserts. Tonight he’s playing dice;
he needs amusement. On the table
lay plenty of roses. And what if in Magnesia
Antiochus is ruined? They say disaster
befell on the outstanding army’s men.
Exaggeration, no doubt; all this may not be true.
May! Cause although enemies, they’re from the same race.
But still, a “may” is enough. Even too much. And Philip
will not, of course, postpone the feast.
No matter how arduous his life
something’s intact: his memory not wanting.
He still recalls how much in Syria they mourned,
how much they grieved when their mother Macedonia
was treated like dirt. So let the feast begin.
Slaves, the music. Lights!
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ ένα ναύτη. -
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να γυρίσει γρήγορα και νάν καλοί καιροί –
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ΄αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πιά ο υιός που περιμένει.
The ocean took a sailor to its bed.
His mother, unaware that he’s dead,
lights a tall candle for temperate weather,
for his quick return, that they can be together,
and always to the wind she cocks her ear.
But while she prays, hopeful yet in fear,
the icon of Mary listens, grave and sad,
knowing she’ll never see the son she had.
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
And if you cannot make your life the way you’d want it
try this at least, as much it’s in your power:
do not debase it in too much association
with crowds, in too much wandering and talking.
Do not debase your life by dragging it along,
often going around to expose it
to gatherings’ and intercourse’s daily folly,
till it becomes a stranger, an encumbrance.
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
γιά τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία σε αρνείται˙
να σ’εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος γιά τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Αλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει˙
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε˙
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία˙
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
What a misfortune that, while you are destined
for works of great beauty and distinction,
your unfair fate always refuses
encouragement, denies you success;
that you are hindered by base habits,
low-mindedness and inattention.
And what an awful day when you give in
(the day that you let yourself to give in)
and leave on foot on the way to Susa,
and go to the monarch Artaxerxes
who invites you, in favour, to his court
offering satrapies to you, and things as these.
And you accept them in despair,
those things you never wanted.
Your soul is seeking other things, for other things it longs:
the praise of the City and the Sophists,
that hard won and priceless praise;
the Agora, the Theatre and the Laurels.
How can you get all these from Artaxerxes,
where, in the satrapy, you’ll find them
and, without them, what you’ll make of your life?
Την προσοχή μου κάτι που είπαν πλάγι μου
διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.
Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε
σαν απ’ την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Ερως –
πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά˙
υψώνοντας γλυπτό το ανάστημα˙
πλάττοντας με συγκίνησι το πρόσωπο
κι αφήνοντας απ των χεριών του το άγγιγμα
ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια και στα χείλη.
Something they said beside me
directed my attention towards the café’s entrance.
I saw the lovely body then
seeming as if, with his vast experience,
the god of love had made -
shaping with joy the well proportioned limbs;
raising the body like a statue;
shaping with emotion the face
and leaving, touching with his hands,
an ecstasy on the brow, the eyes and the lips.
Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πιά … σαν τίποτε δεν απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; - η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πιά τα μάτια˙ ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
Α ναί, μαβιά˙ ένα σαπφείρινο μαβί.
I’d like to talk about this memory...
But it’s so faded now ... hardly anything remains –
for it resides so far away, in my youth’s early years.
A skin as if of jasmine made ...
That August – was it an August? – night...
I hardly now recall the eyes; violet, I think, they were...
Ah violet, yes; the violet of sapphire.
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Ολο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δώ παρά να πώ.
Στην ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει. –
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
I love my work and take good care of it.
Today, though, I’m discouraged
by composition’s slowness.
The day has affected me. It gets darker and darker.
The wind keeps blowing and it rains.
I much prefer to see rather than work.
Into this picture now I look
at such a handsome boy who by the fountain
has now reclined, exhausted by his running.
What a handsome child; what a divine noon
took hold of him, and now he’s asleep.
I sit and look at him for a long time
and, within Art again, I rest from working in it.
Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιό καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της˙
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει.
He vows every now and then to start a better life.
But when the night comes bringing her own advice,
with her compromises and all that she has promised
but when the night comes with her compelling power
over this body that wants and seeks, then, damned himself,
back to the same fatal pleasure he returns.
Με λόγια, με φυσιογνωμία, καί μέ τρόπους
μια εξαίρετη θά κάμω πανοπλία
και θ’ αντικρύζω έτσι τούς κακούς ανθρώπους
χωρίς νά έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
που κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλινού Μονάη.
Αραγε ν άκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή?
Εν πάσει περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
With words, with appearance and manners
a fine suit of armour I will make
and I will face bad people in this way
without any fear or weakness.
They will want to hurt me. But of those
that come near me no one will ever know
where to find my wounds, my weakest points,
under all this deception that cloaks me.
Words of conceit by Aimilianos Monai.
That suit of armour – was it ever made?
He did not wear it for long, anyway.
At twenty seven years of age, he died in Sicily.
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα και πήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.
I did not hold myself. I fully gave in and went
to those pleasures which half real
and half imagined in my mind they were;
I went into the lighted night.
I drank from strong wines like those men
who, brave in delight’s abandon, drink.
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθομουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ΄επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνηση που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μιά φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
ήλθε και μ΄έφερε και τα λυπητερά˙
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Half past twelve. The time has passed quickly
since nine, when I lit the lamp
and sat down here. I sat without reading
and without talking. Talk to whom,
being in this house utterly alone.
The eidolon of my young body
-since nine, when I lit the lamp-
came and found me here and reminded me
of closed perfumed rooms and past delights -
what daring delights!
and it revived before my eyes
streets by now unrecognizable,
squares alive with people that are no more,
and theatres and cafés that used to be.
The eidolon of my young body
came also bringing memories of sadness;
family mournings, separations,
feelings of my relations, feelings
of those that died, so little appreciated.
Half past twelve. How the hours have passed.
Half past twelve. How the years have passed.
Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,
ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου,
που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,
είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.
Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.
Απ’ τον πατέρα του, γενιά παληά των Μακεδόνων˙
από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.
Εκαμε μαθητής του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία,
του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά
γράμματα σπούδασε. Του Αρσινοϊτου
νομού συνέγραψεν ιστορίαν. Αυτό τουλάχιστον θα μείνει.
Χάσαμε όμως το πιό τίμιο – την μορφή του,
που ήτανε σαν μιά απολλώνια οπτασία.
In this most intricate monument
all made of syenite stone,
dressed by so many violets, so many lilies,
the beautiful Evrion lies buried.
A child of Alexandria, twenty five years old.
From Macedonian race came his father;
his mother’s line from magistrate chiefs.
A student of philosophy with Aristokleitos,
rhetoric with Paros. He studied by the sacred
scriptures of Thebes. He wrote the history
of Arsinoitos’ province. This, at least, will remain.
We’ve lost, though, that most worthy thing - his image,
that Apollonian vision.
Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’τα, μισοκρυμένα, μες τες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου
την νύχτα ή μες την λάμψι του μεσημεριού.
Endeavour to keep them, poet,
no matter how few they are that can be stilled:
the visions of your erotic fantasy.
Place them, half hidden, in your verse.
Endeavour to hold them, poet,
when they are roused in your mind
at night, or in the brightness of noon.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα˙
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου …. μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα...
I stared at beauty for so long
that fills my vision now.
Lines of body. Crimson lips. Sensual limbs.
Hair as though copied from hellenic statues,
always comely, even when uncombed,
slightly falling over pale brows.
Faces of love, as my poetry desired them...
during the nights of my youth,
during my nights, secretly encountered...
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που γιά σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή – και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πιά μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες – πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν˙
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, γιά σέ, θυμήσου, σώμα.
Body, remember not only how much
you were loved, not just the beds you lay on,
but also those desires that for you
gleamed in the eyes so openly and trembled in the voice,
and a chance obstacle came and revoked them.
Now, when everything is buried in the past,
it almost seems as if indeed you gave in
to those desires - how they gleamed,
remember, in the eyes looking at you,
how for you they trembled in the voice, remember, body.
Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής, είν’ ανοιχτά,
φανερωμένα εμπρός του. Και γυρνά, και ξενυχτά,
και παρασύρεται. Κι ως είναι (γιά την τέχνη μας) σωστό,
το αίμα του, καινούριο και ζεστό,
η ηδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά
έκνομη ερωτική μέθη˙ και τα νεανικά
μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν.
Κ’ έτσι ένα παιδί απλό
γένεται άξιο να το δούμε, κι απ’ τον Υψηλό
της Ποιήσεως Κόσμο μιά στιγμή περνά κι αυτό –
το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό.
All that he timidly imagined as a student are now open,
revealed in front of him. He roams through town, up all night,
tempted. And as it is (for our art) appropriate, delight enjoys his blood,
young and warm. His body is overcome
by infatuations of forbidden pleasure; the young limbs
abandon to it.
And thus a simple child
becomes worthy of our attention; for a moment
he too is passing through the Exalted World of Poetry –
the sensual child with his blood young and warm.
Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
γιά τον βλαστό που θάβγαινε από την ένωσίν των.
Είπε˙ Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θ αγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή. – Αυτά σαν είπε,
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.
Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μιά μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.
Κι η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κι έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Κια μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη˙
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,
πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απάντησαν πως ο Απόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.
When Thetis was given to Peleus
Apollo rose at the festive table
of the wedding, and pronounced happy
the newly wedded couple for their child
that was to come. He said:
illness will never touch him
and a long life awaits for him. When thus he spoke
Thetis was overjoyed
by thinking that Apollo’s words,
in prophesies an expert,
were a guarantee for her child.
And when Achilles came of age, and his beauty
became Thessaly’s pride and adulation,
the words of god were always in her mind.
And then, some day, old men arrived with news,
saying Achilles had been killed in Troy.
And Thetis tore her purple robes,
pulled off her rings and bracelets
and flung them to the ground. In her grief
the past came back to her, and she was asking
what the wise Apollo was doing,
where did the poet walk who at the revels
so nicely talked, where the prophet rambled
when, so early in his youth, her son was cruelly slaughtered.
And the old men replied that Apollo
himself came down to Troy, and with
the Trojans’ help he killed Achilles.
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε˙
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μιά στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας–
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Voices idealised and beloved
of those who have died or of those
who, like the dead, they have been lost to us.
Sometimes they speak to us in our dreams;
Sometimes, in our thoughts, the mind hears them.
And with their sound they momentarily return
sounds from the early poetry of our life–
like music in the night, distant, disappearing.
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά–
ετσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν˙ χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μιά νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Like beautiful dead bodies of those perished
without getting old, and they were closed,
with tears, in a splendid mausoleum
with roses on their head, jasmine at feet–
so the desires appear that have passed
without fulfillment; not one of them attaining
a night of pleasure or a morning bathed in light.
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα –
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιά θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων˙
τα πιό κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω˙ με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
το γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
The future days stand before us
like a row of candles all alight -
golden, warm and lively candles.
Days gone remain left behind,
a gloomy line of candles, all burnt-out;
smoke rises still from those that are closest,
cold candles, melted and contorted.
I don’t want to look at them; it saddens me, their sight,
it saddens me recalling their first light.
I look ahead, towards my lighted candles.
I don’t want to turn around, to notice and despair
how quickly the dark line of candles lengthens,
how quickly the burned-out ones multiply.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δώ κ’ εγώ την φύσιν λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ορανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη˙ όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πώς βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μιά στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)˙
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
Let me stop here; and let me look at nature for awhile.
The morning sea’s and cloudless sky’s
brilliant blue, and yellow shore: all
beautiful and grand, bathed in light.
Let me stop here; and let me fool myself that I do see all these
(I really saw them for a moment when I stopped);
not, even here, my fantasies,
my memories, images of delight.
Στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος
με μιάν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μές στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει πως γέρασε πολύ˙ το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα˙
και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα!-
την ψεύτρα που έλεγε «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό».
Θυμάται ορμές που βάσταγε˙ και πόση
χαρά θυσίαζε. την άμυαλή του γνώσι
καθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Inside the noisy tavern, in a corner,
an old man is reposing by his table
with a paper open, all alone, with no friends.
And in his miserable old age’s disdain
he thinks how little he did enjoy the years
when he had strength, and eloquence, and beauty.
He knows he’s aged a lot; he feels it, he can see it;
and yet it seems like yesterday the time
when he was young. So brief a time, so brief a time.
He thinks how Prudence always has deceived him;
how much he trusted her, the liar – what folly! –
saying: “ Tomorrow. There is plenty of time ”.
He now recalls passions held back, and how
much joy he sacrificed. His mindless caution
every squandered chance now derides.
But from so much of thinking and remembering
the old man got distraught and now he sleeps,
his head resting upon the tavern table.
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης˙
“Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα˙
κι απ΄το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος”.
Ειπ’ ο Θεόκριτος˙ “Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι˙
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί γιά να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι˙
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα”.
The novice poet Evmenes
complained to Theokritos one day;
“Two years have gone now that I’ve been writing
and only one idyll I’ve composed.
This is my only accomplished work.
Alas, it’s tall, this I can see,
it’s very tall Poetry’s ladder;
it pains me that from here, where I stand
on this first step, I won’t climb any higher”.
“Words like that”, Theokritos replied,
“are inappropriate and blasphemous.
And if you stand on this first step
you must be proud and happy.
Arriving this far is not a little thing.
So much you’ve done, a great glory.
Even this step, the first one,
is quite distanced from the world of commoners.
In order to be standing on this step
you must by right be a citizen in the ideas’ city.
It’s hard and rare to be accepted in that city.
You will find there Legislators
who cannot be deceived by an impostor.
Arriving this far is not a little thing,
So much you’ve done, a great glory”.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.
Che fece, per viltade, il gran rifiutoTo a few people there comes a day
… who cowardly made the grand refusal
Dante, Canto III, lines 59-60
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
γιά νάβρω τα παράθυρα. – Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρώ.
Ισως το φως θάναι μιά νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
In these dark rooms, where I endure
oppressive days, I circle around
to find the windows. It will be such a relief
when a window opens.
But the windows can’t be found, or I cannot
find them. Better, perhaps, not find them.
Perhaps the light will be a new oppression.
Who knows what new that light may reveal
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυό ωραία γκρίζα μάτια
που είδα˙ θάναι είκοσι χρόνια πριν...
....................................
Γιά ένα μήνα αγαπηθήκαμε.
Επειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πιά δεν ιδωθήκαμε.
Θ’ ασχήμισαν – αν ζει – τα γκρίζα μάτια˙
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα σύ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
Looking at an opal half grey,
brought to my memory two beautiful grey eyes
that I have seen; must be twenty years...
........................................
We were lovers for a month.
Then he departed, to Smyrna I believe,
there to work; we never met again.
They must be ugly - if he’s alive- the grey eyes;
the handsome face must be worn.
Memory, keep them as they were,
and, memory, anything you may,
anything from that love, bring back to me tonight.
Δεν τα ηύρα πιά ξανά – τα τόσο γρήγορα χαμένα...
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο…. στο νύχτωμα του δρόμου...
Δεν τα ηύρα πιά – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
που έτσι εύκολα παραίτησα˙
Και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πιά.
I never found them again – those so quickly lost...
the poetic eyes, the pale face
…in the darkening street...
I never found them since – those acquired entirely by chance,
so that I easily abandoned
and which afterwards I woefully wanted.
The poetic eyes, the pale face,
those lips, I never found them again.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Αλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη˙
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
With no consideration, no pity, no remorse,
they built around me walls, mighty and tall.
And I sit here now and despair.
Can think of nothing else: this fate gnaws my mind,
cause there were so many things I had to do out there.
Ah! when they were building those walls, why not pay attention!
But never did I hear a rumble, the sound of builders working.
Thus, imperceptibly I was closed off the world outside.
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάνουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο˙
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ΄ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Αλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους – πού πια καιρός – μας συνεπαίρνει.
Among much fear and suspicions,
with troubled mind, fearful eyes,
we agonize and plan what we must do
to avoid that certain danger which
threatens us in so horrid a way.
Still we are mistaken, that’s not what is coming;
the messages were false (or we did not
hear them, or understood them well).
Another devastation, unforeseen,
descends upon us, sudden and impetuous,
and unprepared – too late now – wipes us out.
Πάντως δεν θα διαρκούσανε πολύ. Η πείρα
των χρόνων με το δείχνει. Αλλ’ όμως κάπως βιαστικά
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
Ητανε σύντομος ο ωραίος βίος.
Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα,
σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμε,
σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.
Μιά απήχησις των ημερών της ηδονής,
μιά απήχησις των ημερών κοντά μου ήλθε,
κάτι απ’ της νεότητός μας των δυονώ την πύρα˙
στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα,
και διάβαζα πάλι και πάλι ως που έλειψε το φως.
Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά –
βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.
They could not last, anyway. Years’ experience
shows it to me. But then, somehow in haste
Fate came, and put an end to them.
The life of pleasure was short.
Yet how strong the perfumes were,
in what a fine bed we lay,
to what ecstacy our bodies were brought.
An echo from the days of pleasure,
an echo from those days came to me,
something from our youthful bodies’ heat;
I took again a letter in my hands
and read, kept reading till the light died away.
Then, sad, I came out to the balcony–
came out to change my thoughts, watching at least
something of the beloved city,
some movement in the street and the shops.
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
- What are we waiting for, assembled in the forum?